Κοντά σου

Σαν σήμερα “‘εφυγε” πρόωρα η Μαρία Πολυδούρη.

Κοντά σου δεν αχούν άγρια οι ανέμοι.
Κοντά σου είναι η γαλήνη και το φως.
Στου νου μας τη χρυσόβεργην ανέμη
ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός.

Κοντά σου η σιγαλιά σα γέλιο μοιάζει
που αντιφεγγίζουν μάτια τρυφερά,
κι αν κάποτε μιλάμε, αναφτεριάζει,
πλάι μας κάπου η άνεργη χαρά.

Κοντά σου η θλίψη ανθίζει σα λουλούδι
κι ανύποπτα περνά μέσ’ στη ζωή.
Κοντά σου όλα γλυκά κι όλα σα χνούδι,
σα χάδι, σα δροσούλα, σαν πνοή.

Στέγνωσε το μέσα μας…

Άμα ρωτήσουν που χάθηκα
πες τους απλά πως τρελάθηκα, πες τους
ότι δεν γούσταρα τις συμβουλές τους
ούτε να ζω στις ενοχές τους.
Πες τους πως έγινα άνεμος, ήλιος, σκοτάδι, ποτάμι και πλάτανος
στίχος γραμμένος στο μάρμαρο να μην μπορεί να με σβήσει ούτε ο θάνατος.
Με μια καρδιά χαλασμένη γυρίζω και ένα μυαλό κολλημένο σου γράφω
είπα θα φύγω μακριά απ’ όλα αυτά που μου δίναν ζωή και με ‘κάναν να υπάρχω.
Βρήκα ένα μέρος με σύννεφα να μου θυμίζει το σήμερα
βρήκα ένα τόπο με πέτρες και βράχια για να θυμάμαι τα ανθρώπινα μάτια.
Έφτιαξα μόνος μια θάλασσα απέραντη για να θυμάμαι το μίσος που παντού συνάντησα.
Να μου θυμίζουν τα κύματα που ό,τι και αν έκανα δεν τα σταμάτησα.
Άνοιξα τρύπες στο χώμα για να ξυπνήσουν τα φίδια.
να μου θυμίζουν ανθρώπους δικούς μου και εκείνη τη μέρα που με δάγκωσαν μες στα χείλια.
Έπεσα μέσα στο χείμαρρο και όσο πνιγόμουν από την εξάντληση
τόσο θυμόμουν τις μέρες που χόρευα με την εξάρτηση
μάχη χαμένη, μάχη σκληρή, μάχη άνιση
Κι ο καταρράκτης μπροστά μου πλησίαζε
τότε θυμόμουν τις μέρες που η αγάπη σου απ’ τη ζωή μου απουσίαζε.
Πήρα στην πλάτη μου τα δυο βουνά που ερωτεύτηκα
για να θυμάμαι το πόσο ακλόνητη στάθηκε η αλήθεια μας μπροστά στα ψέματα.
Πήρα μαζί μου τα πάντα μου, από τα καλύτερα χρόνια μέχρι τα χειρότερα βράδια μου
Κι άφησα πίσω αποτσίγαρα και μια φωνή για να ακούς τα κομμάτια μου.
Άμα ρωτήσουν που χάθηκα
πες τους απλά πως τρελάθηκα, πες τους
ότι δεν γούσταρα τις συμβουλές τους
ούτε να ζω στις ενοχές τους.
Πες τους πως έγινα άνεμος, ήλιος, σκοτάδι, ποτάμι και πλάτανος
στίχος γραμμένος στο μάρμαρο να μην μπορεί να με σβήσει ούτε ο θάνατος.
Δίχως πυξίδα γυρίζω και με σπασμένο κατάρτι
δεν έχω χάρτη, είναι η καρδιά μου λιμάνι και όλοι οι άνεμοι σκάρτοι.
Έπαψα να αναζητώ τη στεριά της, πάει καιρός που την έψαχνα απέναντι
πίστεψα πως θα σέρνεται στα δεσμά της, για πάντα, μα είναι η ψυχή μου απέραντη.
Πέρασαν κύματα μα ούτε στιγμή δεν απόρησα
πέρασαν βράδια δίχως ελπίδας σημάδια κι όμως προχώρησα μες στα σκοτάδια
ανάμεσα μέσα σε εκείνους που είχαν τη δύναμη να με σκοτώσουνε πριν το ξημέρωμα
μα ήταν αδύναμοι να σκοτωθούν κι είδα, το θάνατο σαν λευτέρωμα.
Έπεσα μες στον Αχέροντα και έγινα πέτρα που σμίγει ποτάμια
μέλλον – παρόν αλληλένδετα, το παρελθόν με αγκαλιάζει σφιχτά με πλοκάμια.
Βρήκα μια κόλαση αφύλαχτη και έγινα δαίμονας γιατί φοβήθηκα
άδειασα τόσο το μέσα μου που δεν κατάλαβα πως αγαπήθηκα.
Έμεινα ανήμπορος κόντρα σε εκείνα που με έριξαν άδικα
έκαψα φλέβες, μέσα στο κρύο μου κι όμως, ούτε στιγμή δεν ζεστάθηκα.
Βρήκα ένα μέρος ακίνδυνο στις αναμνήσεις πάνω να δέσω τις λέξεις μου
κι αν δεν μου βγαίνει μια μέρα η φωνή, ίσως μπορέσεις να ακούσεις τις σκέψεις μου.

Της επανάστασης…(Όχι του 1821 ούτε του 2021 αλλά του πάντα)

Είπαμε πως θα καταργήσουμε τα σύνορα
Είπαμε πως θα διαλύσουμε το κράτος
Κι αφήσαμε τους εαυτούς τους ίδιους μας
Μες στο γλοιώδικο περίβλημά τους

Η επανάσταση αποδείχτηκε ένα όνειρο
Μια βολεμένη και ευφυής δικαιολογία
Διατηρούμε την εσώτερη μιζέρια μας
Μ’ επαναστατική φρασεολογία

Τα θλιβερά δεν σπάσαν τα καλούπια μας
Υποχθονιακές ψυχρές προκαταλήψεις
Ύπουλα βράζεις μέσα μας αρρώστια μας
Αγκομαχάς, για δεν το λες να μας αφήσεις

Η επανάσταση αποδείχτηκε ένα όνειρο
Μια ξοφλημένη και ευφυής δικαιολογία
Διατηρούμε την αισχρότερη τη βρώμα μας
Μ’ επαναστατική φρασεολογία

Δύσκολο μονοπάτι σε τραβήξαμε
Ατέλειωτο και δεν σε ξεπερνάμε
Μας μπόλιασες βουβό μ’ απογοήτευση
Κι ίσως ν’ αξίζει μόνο που τολμάμε

Η επανάσταση αποδείχτηκε ένα όνειρο
Σαν ξεχασμένα να τελειώσουν παραμύθια
Παρά τα τόσα όνειρά μας που συντρίφτηκαν
Μες στα συντρίμμια ολοκληρώνεσαι αλήθεια…

Η επανάσταση αποδείχτηκε ένα όνειρο
Μια βολεμένη και ευφυής δικαιολογία
Διατηρούμε την εσώτερη μιζέρια μας
Μ’ επαναστατική φρασεολογία…

Της Επανάστασης | Νικόλας Άσιμος

Λίγο αέρα ρε φίλε…λίγο αέρα…

Το μεσημέρι χτυπάνε στο γραφείο
μετρώ τους χτύπους τον πόνο μετρώ
είμαι θρεφτάρι μ’ έχουν κλείσει στο σφαγείο
σήμερα εσύ αύριο εγώ

Χτυπούν το βράδυ στην ταράτσα τον Ανδρέα
μετρώ τους χτύπους τον πόνο μετρώ
πίσω απ’ τον τοίχο πάλι θα `μαστε παρέα
τακ τακ εσύ τακ τακ εγώ

Που πάει να πει
σ’ αυτή τη γλώσσα τη βουβή
βαστάω γερά, κρατάω καλά

Μες στις καρδιές μας αρχιναέι το πανηγύρι
τακ τακ εσύ τακ τακ εγώ
τακ τακ εσύ τακ τακ εγώ

Μύρισε το σφαγείο μας θυμάρι
και το κελί μας κόκκινο ουρανό
μύρισε το σφαγείο μας θυμάρι
και το κελί μας κόκκινο ουρανό

Το μεσημέρι χτυπάνε στο γραφείο
μετρώ τους χτύπους τον πόνο μετρώ
είμαι θρεφτάρι μ’ έχουν κλείσει στο σφαγείο
σήμερα εσύ αύριο εγώ

Χτυπούν το βράδυ στην ταράτσα τον Ανδρέα
μετρώ τους χτύπους τον πόνο μετρώ
πίσω απ’ τον τοίχο πάλι θα `μαστε παρέα
τακ τακ εσύ τακ τακ εγώ

Που πάει να πει
σ’ αυτή τη γλώσσα τη βουβή
βαστάω γερά, κρατάω καλά

Μες στις καρδιές μας αρχιναέι το πανηγύρι
τακ τακ εσύ τακ τακ εγώ
τακ τακ εσύ τακ τακ εγώ

Μύρισε το σφαγείο μας θυμάρι
και το κελί μας κόκκινο ουρανό
μύρισε το σφαγείο μας θυμάρι
και το κελί μας κόκκινο ουρανό

Μαρία Ζώη | Το μεσημέρι (Το σφαγείο)

Μίκης Θεοδωράκης | Πρώτη εκτέλεση: Αντώνης Καλογιάννης – Μαρία Φαραντούρη

Ο έρωτας στην Κρήτη είναι μελαγχολικός…

Μαρμαρωμένο σε θωρώ πωλιό μου
αγρίμι τω Μαδάρω και δικό μου
περνάς δεν καταδέχεσαι να μείνεις
δεν τα ψηφάς τα δάκρυα εμέ κι εκείνης.

Που πας με τέτοιαν Άνοιξη, καλέ μου
που πας με τέτοιον ήλιο, ακριβέ μου
πριχού να μπεις στον βουλισμένο Άδη
άμε χαιρέτησέ τηνε τη μαύρη.

Κι αν βρεις τη σιδερόπορτα κλεισμένη
από πίσω στέκει εκείνη δακρυσμένη
και μελετά το δρόμο το μεγάλο
να ξεχωρίσει τον δικό σου ζάλο

Μαρμαρωμένο σε θωρώ πωλιό μου | Λουδοβίκος των Ανωγείων